- σφυγμογράφος
- ο, Νειδική συσκευή με την οποία καταγράφονται οι κτύποι τού σφυγμού.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. sphygmographe (< σφυγμός + -γράφος*). Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εστία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σφυγμογράφος — ο όργανο με το οποίο εξετάζεται ο σφυγμός και παίρνεται ένα γραμμικό διάγραμμά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-γραφος — β συνθετικό μεγάλου αριθμού συνθέτων τής αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής, το οποίο προήλθε είτε από το ουσ. γραφή* είτε απευθείας από το ρ. γράφω*. Από τα σύνθετα αυτά, 250 περίπου είναι της αρχαίας γλώσσας, από τα οποία κανένα δεν απαντά … Dictionary of Greek